Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εθελοντής  
ουσιαστικό αρσενικό

volonta`rio ~m~ ομάδα εθελοντών == squadra di volontari+++εθελοντής αιμοδότης == donatore di sangue

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εθελοθυσία εθελοντικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---