Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιθεωρητής  
ουσιαστικό αρσενικό

ispetto`re ~m~, provvedito`re ~m~ αστυνoμικός επιθεωρητής == ispettore di polizia | επιθεωρητής εκπαιδεύσεως == provveditore agli studi

επιθεωρήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [επιθεωρητής ^-ή, ο^]
2 ispettrice ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιθεωρησιακός επιθεωρούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---