Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιθυμία  
ουσιαστικό θηλυκό

deside`rio ~m~, vo`glia ~f~ διακαής επιθυμία == desiderio ardente, brama | ερωτική επιθυμία == desiderio erotico | εκφράζω μια επιθυμία == esprimere un desiderio | εκπληρώθηκε η επιθυμία του == il suo desiderio si è realizzato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιθυμητός επιθυμώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---