Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επικαλούμαι
ρήμα παθητικό

1 invoca`re, appella`rsi επικαλούμαι τo Θεό == invocare Dio | επικαλoύμαι τη γενναιοδωρία σας == mi appello alla vostra generosità
2 addu`rre, cita`re προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του, επικαλέστηκε τη μαρτύρία μου == addusse la mia testimonianza a conferma delle sue asserzioni | επικαλoύμαι ένα πρόσχημα == addurre un pretesto

επικαλώ  
ρήμα μεταβατικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επικαιρότητα επικαλούμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---