Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπικαρπούμαι
ρήμα παθητικό variante di [επικαρπώνομαι] επικαρπώνομαι ρήμα παθητικό diritto usufrui`re, gode`re l'usufru`tto di qualco`sa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |