Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιθεώρηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ispezio`ne ~f~, inda`gine ~f~, contro`llo ~m~ αύριo θα έρθoυν για επιθεώρηση στο σχολείο μας == domani verranno a fare un'ispezione alla nostra scuola
2 militare rasse`gna ~f~, rivi`sta ~f~ κάνω επιθεώρηση στο στράτεύμα == passare in rassegna le truppe
3 ispettora`to ~m~, provveditora`to ~m~ επιθεώρηση εργασίας == ispettorato del lavoro | επιθεώρηση μέσης εκπαίδευσης == provveditorato agli studi
4 περιοδικό rivi`sta ~f~ settoria`le
5 teatro rivi`sta ~f~, varietà ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιθέτω επιθεωρησιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---