Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπίθεση
ουσιαστικό θηλυκό 1 apposizio`ne ~f~, applicazio`ne ~f~, imposizio`ne ~f~ επίθεση σφραγίδας == apposizione di un timbro | επίθεση των χειρών == imposizione delle mani 2 atta`cco ~m~, assa`lto ~m~, offensi`va ~f~, aggressio`ne ~f~ εξαπoλύω επίθεση == sferrare un attacco 3 ((figurato)) atta`cco ~m~, cri`tica ~f~ viole`nta οι εφημερίδες εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση κατά των κυβερνώντων == i giornali hanno sferrato un violento attacco al governo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |