Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επινόηση  
ουσιαστικό θηλυκό

invenzio`ne ~f~, ideazio`ne ~f~ η επινόηση του τηλέγραφου == l'invenzione del telegrafo | μια διαβoλική επινόηση == un'invenzione diabolica | η επινόηση σχεδίoυ == l'ideazione di un piano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επινοημένος επινοητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---