Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιληπτικός
επίθετο epile`ttico, di epilessi`a επιληπτική κρίση == attacco epilettico επιληπτικός ουσιαστικό αρσενικό epile`ttico ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |