Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπίδεσμος
ουσιαστικό αρσενικό benda ~f~, fa`scia ~f~ αύριo θα βγάλoυμε τους επιδέσμους == domani leviamo la fasciatura / le bende | δένω με επίδεσμο == bendare, fasciare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |