Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιδέχομαι  
ρήμα παθητικό

1 amme`ttere, accetta`re, perme`ttere, tollera`re η υπόθεση δεν επιδέχεται αναβολή == la questione non ammette rinvii
2 essere suscettibile το συμβόλαιο δεν επιδέχεται τροποποιήσεις == il contratto non è suscettibile di modifiche

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επίδεσμος επιδημία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---