Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιδέχομαι
ρήμα παθητικό 1 amme`ttere, accetta`re, perme`ttere, tollera`re η υπόθεση δεν επιδέχεται αναβολή == la questione non ammette rinvii 2 essere suscettibile το συμβόλαιο δεν επιδέχεται τροποποιήσεις == il contratto non è suscettibile di modifiche permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |