Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπανειλημμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [επαναλαμβάνω] 2 ripetu`to, reitera`to επανειλημμένες πρoσπάθειες == reiterati tentativi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |