Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπάνδρωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 marineria equipaggiame`nto, il dota`re ~m~ di uo`mini 2 ((per estensione)) il dota`re ~m~ del persona`le necessa`rio επάνδρωση νοσοκομείού == il dotare un ospedale del personale necessario permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |