Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
επανδρώνομαι
ρήμα παθητικό
επανδρώνω
ρήμα μεταβατικό
1
equipaggia`re, forni`re di uo`mini
επανδρώνω πλοίο == equipaggiare una nave
2
((per estensione)) forni`re di persona`le
επανδρώνω ένα σχολείο == fornire di personale una scuola
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< επανδρωμένος
επάνδρωση >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
επαναφορά
[θηλ.ουσ]
επαναφορτίζω
[ρ. μτβ.]
επαναφόρτιση
[θηλ.ουσ]
επαναχρησιμοποιήσιμος
[επίθ.]
επανδρωμένος
[επίθ.]
επανδρώνομαι
[ρ. παθ.]
επανδρώνω
{επάνδρω-σ...
επάνδρωση
[θηλ.ουσ]
επανειλημμένα
[επίρ.]
επανειλημμένος
[επίθ.]
επανειλημμένως
[επίρ.]
επανεισάγομαι
(> εισάγω)
επανείσοδος
[θηλ.ουσ]
επανεκδίδομαι
πρτ. επανε...
επανεκδίδω
{επαν-εξέδ...
επανεκδοθείς
[επίθ.]
επανέκδοση
[-εις]
επανεκδόσιμος
[επίθ.]
επανεκθέτω
[ρ. μτβ.]
επανεκλέγομαι
αόρ. επανε...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis