Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επανδρώνομαι
ρήμα παθητικό


επανδρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 equipaggia`re, forni`re di uo`mini επανδρώνω πλοίο == equipaggiare una nave
2 ((per estensione)) forni`re di persona`le επανδρώνω ένα σχολείο == fornire di personale una scuola

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επανδρωμένος επάνδρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---