Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενδιάμεσος  
επίθετο

interme`dio ενδιάμεσο διάστημα == spazio intermedio

ενδιάμεσος
ουσιαστικό αρσενικό

intermedia`rio ~m~ κάνω τον ενδιάμεσο == fare da intermediario

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενδιαιτώμαι ενδιατρίβω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---