Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενδιαφερόμενος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ενδιαφέρω]
2 interessa`to τα ενδιαφερόμενα μέρη == le parti interessate

ενδιαφερόμενος
ουσιαστικό αρσενικό

interessa`to ~m~ o άμεσα ενδιαφερόμενος == il diretto interessato | οι ενδιαφερόμενοι να περάσουν από τα γραφεία μας == gli interessati passino dal nostro ufficio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενδιαφέρομαι ενδιαφέρον  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---