Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενδιαφέρον  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 intere`sse δεν έχει ενδιαφέρoντα == non ha interessi
2 interessame`nto ~m~, intere`sse ~m~ o υπουργός έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για την περίπτωσή μας == il ministro ha mostrato vivo interessamento per il nostro caso | αυτή η κοπέλα προκάλεσε τo ενδιαφέρον μου == quella ragazza ha destato il mio interesse
3 intere`sse ~m~, attenzio`ne ~f~ αδιάπτωτο ενδιαφέρον == interesse continuo | μου κέντρισε το ενδιαφέρον == ha colpito la mia attenzione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενδιαφερόμενος ενδιαφέρω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


είμαι σ' ενδιαφέρουσα = essere in stato interessante


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---