Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εναλλαγή  
ουσιαστικό θηλυκό

avvicendame`nto ~m~, alterna`nza ~f~, l'alterna`rsi ~m~ η εναλλαγή των εποχών == l'alternarsi delle stagioni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενάλιος εναλλακτήρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---