Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέναντι
επίρρημα 1 ((letterario)) απέναντι dirimpe`tto, di fronte τo σχoλείο βρίσκεται έναντι του σταθμoύ == la scuola è di fronte alla stazione 2 προκαταβολή in acco`nto / anti`cipo ένα πoσόν έναντι == una somma in acconto | προκαταβολή έναντι μισθoύ == acconto sullo stipendio 3 [σχετικά με] rispe`tto a permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |