Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμπύρετος
επίθετο 1 medicina febbri`le εμπύρετη κατάσταση (ασθενούς) == stato febbrile (di un malato) 2 di persona febbricita`nte o ασθενής είναι εμπύρετος == il malato è febbricitante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |