Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμφάνιση
ουσιαστικό θηλυκό 1 compa`rsa ~f~, apparizio`ne ~f~ κάνω μια σύντομη εμφάνιση == fare una breve comparsa | η εμφάνιση της Παναγίας στους πιστούς == l'apparizione della Madonna ai fedeli 2 (di artisti) esibizio`ne ~f~ 3 aspe`tto ~m~, appare`nza ~f~ μην παραμελείς την εμφάνισή σου == non devi trascurare il tuo aspetto! | προσεγμένη εμφάνιση == aspetto curato | αν κρίνω από την εμφάνισή του == giudicando dall'apparenza 4 fotografia svilu`ppo ~m~ 5 sport tenu`ta ~f~ di gara, divi`sa οι ποδοσφαιριστές μπήκαν στο γήπεδο με καινούρια εμφάνιση == i calciatori entrarono in campo esibendo la loro nuova tenuta di gara 6 prestazio`ne ~f~ η εμφάνιση της ομάδας ήταν εξαιρετική == la prestazione della squadra è stata ottima | πληρωτέο άμα τη εμφανίσει == pagabile a vista permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |