Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμφανίζομαι
ρήμα παθητικό 1 appari`re, compari`re, presenta`rsi εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας == comparve improvvisamente davanti ai nostri occhi | o άγιος εμφανίστηκε στον ύπνο του == il santo gli apparve nel sonno / in sogno 2 (di artisti) esibi`rsi (in pu`bblico) το συγκρότημα θα εμφανιστεί αύριο στη Θεσσαλονίκη == il gruppo si esibirà domani a Salonicco εμφανίζω ρήμα μεταβατικό 1 mostra`re, presenta`re εμφάνισε την ταυτότητά του == mostrò la sua carta d'identità | η περίπτωσή του εμφανίζει ιδιαίτερότητες == il suo caso presenta degli aspetti insoliti 2 fotografia sviluppa`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |