Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έμφαση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 acce`nto ~m~, importa`nza ~f~, risa`lto ~m~, evide`nza ~f~ δίνω έμφαση σε κάτι == dare importanza a, mettere l'accento su, mettere in risalto / evidenza, evidenziare qualcosa
2 e`nfasi ~f~, effica`cia ~f~ υποστήριζε με έμφαση την άποψή του == sosteneva con enfasi la sua tesi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμφαντικώτερος εμφατικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---