Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έμπα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ((letterario)) ((popolare)) ingre`sso ~m~, entra`ta ~f~
2 ((letterario)) ((popolare)) ini`zio ~m~, entra`ta ~f~, ingre`sso ~m~ στο έμπα του χωριού υπάρχει μια βελανιδιά == all'ingresso del paese c'è una quercia
3 ini`zio ~m~, princi`pio ~m~ το έμπα της άνοιξης == l'inizio della primavera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμορφοδιωματούσα εμπάθεια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---