Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έμμισθος  
επίθετο

stipendia`to, dipende`nte έμμισθoς υπάλληλoς == dipendente stipendiato | έμμισθη εργασία == lavoro dipendente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έμμηνος έμμισχος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---