Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελληνιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 greci`sta ~mf~, elleni`sta ~mf~
2 professo`re ~m~ di greco anti`co

ελληνίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ελληνιστής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελληνισμός ελληνιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---