Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελληνισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 λαός, έθνος il popolo greco, la nazione greca 2 κοινώτητα l' insieme dei greci / la comunità greca nel mondo o ελληνισμός της Αμερικής == i greci d'America permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο απόδημος ελληνισμός = i Greci [αρσ. πλυθ.] nel mondo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |