Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελληνολάτρης  
ουσιαστικό αρσενικό

grande ammirato`re ~m~ della Gre`cia

ελληνολάτρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ελληνολάτρης ^-η, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Ελληνοκύπρια ελληνομάθεια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---