Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκτενέστατος
επίθετο

superlativo di [εκτενής]

εκτενέστερος
επίθετο

comparativo di [εκτενής]

εκτενής  
επίθετο

a`mpio, vasto, lungo εκτενές απόσπασμα από την «Οδύσσεια» == un lungo brano dell'«Odissea» | μια εκτενής έκθεση των γεγονότων == un'estesa esposizione dei fatti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτελωνίστρια εκτενώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---