Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκπόρθηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 espugnazio`ne ~f~, pre`sa
2 ((figurato)) conqui`sta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκπόρευση εκπορθητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---