Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκπορνεύομαι
ρήμα παθητικό prostitui`rsi εκπορνεύω ρήμα μεταβατικό 1 avvia`re alla prostituzio`ne 2 ((figurato)) prostitui`re, disonora`re εκπoρνεύω την τέχνη μου == prostituire la propria arte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |