Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκμυστήρευση
ουσιαστικό θηλυκό rivelazio`ne ~f~, confide`nza ~f~ oι εκμυστηρεύσεις του με έφεραν σε δύσκολη θέση == le sue rivelazioni mi hanno messo a disagio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |