Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκμυστήρευση  
ουσιαστικό θηλυκό

rivelazio`ne ~f~, confide`nza ~f~ oι εκμυστηρεύσεις του με έφεραν σε δύσκολη θέση == le sue rivelazioni mi hanno messo a disagio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκμυστηρεύομαι εκμυστηρευτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---