Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκμυστηρεύομαι
ρήμα παθητικό confida`re, confida`rsi, svela`re, rivela`re μου εκμυστηρεύτηκε ότι θέλει να χωρίσει == mi ha confidato che vuole divorziare | της εκμυστηρεύτηκε τον έρωτά του == le ha svelato / rivelato il suo amore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |