Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεικοσιτετράωρο
ουσιαστικό ουδέτερο le ventiquattro ore τρεις φορές το εικοσιτετράωρο == tre volte al giorno | λειτουργεί είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο == funziona / è aperto ventiquattro ore su ventiquattro permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |