Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυστυχία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sventu`ra ~f~; disgra`zia ~f~; infelicità ~f~
2 mise`ria ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυστυχής δυστυχισμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


δυστυχία μου! = accidenti!


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---