Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυστύχημα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ατύχημα incide`nte ~m~; sini`stro ~m~; disa`stro ~m~ αεροπορικό δυστύχημα==disastro aereo | αυτοκινητικό δυστύχημα==incidente automobilistico
2 συμφορά disgra`zia ~f~; sfortu`na ~f~ το δυστύχημα είναι ότι…==la sfortuna, la disgrazia è che…

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυστυχέστερος δυστυχής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---