διασκεδαστικός
επίθετο
diverte`nte; spasso`so διασκεδαστική ιστορία==una storia divertente, spassosa
διασκεδαστικότερος
επίθετο
comparativo di [διασκεδαστικός]
διασκεδαστικώτερος
επίθετο
comparativo di [διασκεδαστικός]
διασκεδαστικότατος
επίθετο
superlativo di [διασκεδαστικός]
διασκεδαστικώτατος
επίθετο
superlativo di [διασκεδαστικός]
επίθετο
diverte`nte; spasso`so διασκεδαστική ιστορία==una storia divertente, spassosa
διασκεδαστικότερος
επίθετο
comparativo di [διασκεδαστικός]
διασκεδαστικώτερος
επίθετο
comparativo di [διασκεδαστικός]
διασκεδαστικότατος
επίθετο
superlativo di [διασκεδαστικός]
διασκεδαστικώτατος
επίθετο
superlativo di [διασκεδαστικός]
permalink
διασκεδαστικός [επίθ.]
διασκεδαστικότατος [επίθ.]
διασκεδαστικότερος [επίθ.]
διασκεδαστικώτατος [επίθ.]
διασκεδαστικώτερος [επίθ.]
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
