Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιασκέδαση
ουσιαστικό θηλυκό 1 dissipazio`ne ~f~ διασκέδαση υποψιών==dissipazione dei sospetti 2 divertime`nto ~m~ η μόνη διασκέδασή του είναι η μελέτη==il suo unico divertimento è lo studio | κέντρο διασκεδάσεως==locale notturno, night club | καλή διασκέδαση!==buon divertimento! διασκέδασις ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [διασκέδαση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |