Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάλειμμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 interva`llo ~m~; pa`usa ~f~ ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη πράξη θα γίνει διάλειμμα 10 λεπτών==tra il primo e il secondo atto ci saranno dieci minuti di intervallo 2 scuola interva`llo ~m~ +++κατά διαλείμματα==ad intervalli | φωτεινά διαλείμματα==sprazzi di lucidità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |