Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διάβρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 corrosio`ne ~f~
2 ((figurato)) corrisio`ne ~f~; corruzio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαβρώνω διαβρώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---