Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαβρώνομαι
ρήμα παθητικό corro`dersi διαβρώνω ρήμα μεταβατικό 1 corro`dere; logora`re; intacca`re η σκουριά διαβρώνει το σίδερο==la ruggine corrode il ferro 2 corro`mpere; intacca`re διαβρώνω το ηθικό του στρατεύματος==intaccare il morale dell'esercito permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |