Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδημιουργία
ουσιαστικό θηλυκό 1 creazio`ne ~f~ η δημιουργία ενός νέου σχολείου==la creazione di una nuova scuola 2 ((per estensione)) o`pera ~f~ d'arte 3 il creato ~m~ οι δημιουργίες του εκτίθενται στο δημοτικό μουσείο==le sue opere sono esposte al museo comunale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |