Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δημοδιδασκάλισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δημοδιδάσκαλος ^-ου, ο^]
2 mae`stra ~f~; insegna`nte ~f~ elementa`re

δημοδιδάσκαλος  
ουσιαστικό αρσενικό

mae`stro ~m~; insegna`nte ~m~ elementa`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δημογράφος δημοκράτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---