Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδέρμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 anatomia pelle ~f~; cute ~f~ λιπαρό δέρμα==pelle grassa | ξηρό δέρμα==pelle secca 2 pelle ~f~; cuo`io ~m~ τσάντα από δέρμα φιδιού==borsa di pelle di serpente permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο δέρμα ζαρκαδιού = pelle [θηλ.] di daino Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |