Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δέος  
ουσιαστικό ουδέτερο

soggezio`ne ~f~; timo`re ~m~ τον κοιτούσε με δέος==lo guardava con timore | ένιωσα δέος μπροστά σε τέτοιο θέαμα==a quella vista provai un senso di soggezione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δεόντως δέρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---