Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χοίρος
ουσιαστικό αρσενικό

1 maiale
2 porco
3 suino

χοιρός
ουσιαστικό αρσενικό

maiale (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χοιρομέρι χοιροστάσιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---