Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χοιρομέρι
ουσιαστικό ουδέτερο

prosciutto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χοιροβοσκός χοίρος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το ατμού χοιρομέρι = prosciutto [αρσ.] cotto || το αέρος χοιρομέρι = prosciutto [αρσ.] crudo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---