Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
χοιροβοσκός
ουσιαστικό αρσενικό
1
porcaio
2
porcaro
3
guardiano di maiali
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< χοιρινός
χοιρομέρι >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
χοηφόρος
[επίθ.]
χοιράδωση
[θηλ.ουσ]
χοιρίδιο
{χοιριδί-ο...
χοιρινό
[ουσ ουδ.]
χοιρινός
[επίθ.]
χοιροβοσκός
[ουσ αρσ ]
χοιρομέρι
{χοιρομερ-...
χοίρος
[ουσ αρσ ]
χοιρός
[ουσ αρσ ]
χοιροστάσιο
{χοιροστασ...
χοιροτροφείο
[ουσ ουδ.]
χοιροτροφία
{χωρ. πληθ...
χοιροτρόφος
[ουσ αρσ και θηλ.]
χόκεϊ
{άκλ.}
χόκεϋ
[ουσ ουδ.]
χολ
{άκλ.}
χολαγγειίτιδα
[θηλ.ουσ]
χολαγγειογραφία
{χολαγγειο...
χολαγγιείτιδα
[θηλ.ουσ]
χολαγωγός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis