Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χαροπαλεύω
ρήμα αμετάβατο

1 agonizzare
2 boccheggiare
3 non avere più fiato in corpo
4 essere in fin di vita
5 combattere con la morte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χαροπάλεμα χαροποίηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---