Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαθύς
επίθετο 1 profo`ndo; fondo βαθύ πηγάδι==pozzo profondo | βαθιά σπηλιά==caverna profonda | βαθύ πιάτο==piatto fondo 2 sonno profo`ndo; pesa`nte πέφτω σε βαθύ ύπνο==cadere in un sonno profondo | βαθύς ύπνος==sonno profondo 3 colore scuro; cupo βαθύ πράσινο==verde scuro 4 σκοτάδι profo`ndo; pesto; fitto βαθύ σκοτάδι==buio pesto; oscurità profonda 5 avanza`to; tardo βαθιά γεράματα==tarda età; età avanzata 6 situazione profo`ndo; tota`le βαθιά ησυχία==quiete profonda | βαθιά λύπη==tristezza profonda | βαθιά συγκίνηση==commozione profonda 7 ((figurato)) profo`ndo; vasto βαθιά γνώση==sapere profondo | βαθιά σκέψη==pensiero profondo βαθύτατος επίθετο superlativo di [βαθύς] βαθύτερος επίθετο comparativo di [βαθύς] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο πιάτο βαθύ = piatto [αρσ.] fondo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |